αμνημόνευτος

αμνημόνευτος
η , ο [ος , ον ]
1) неупомянутый, забытый; опущенный; недостойный упоминания;

μικροεπεισόδιο αμνημόνευτα — незначительные факты, о которых не стоит упоминать;

2) незапамятный;
προ (или από) αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён;

κατάσταοΊς αμνημόνευτος юр. — фактическое положение, существующее с незапамятных времён;

3) церк, непомянутый;

§ δεν τού άφησες πρόγονο αμνημόνευτο — ты всех его предков оскорбил, помянул недобрым словом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμνημόνευτος" в других словарях:

  • ἀμνημόνευτος — unmentioned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… …   Dictionary of Greek

  • αμνημόνευτος — η, ο 1. αυτός που δε μνημονεύεται, δεν αναφέρεται: Στην πραγματεία σου άφησες αμνημόνευτες σπουδαίες εργασίες στο θέμα αυτό. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να θυμηθεί: Μου μιλάς για πράγματα που έγιναν πριν από αμνημόνευτα χρόνια. 3. αυτός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνημόνευτον — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem acc sg ἀμνημόνευτος unmentioned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνημονεύτους — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνημονεύτων — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνημονεύτῳ — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνημόνευτα — ἀμνημόνευτος unmentioned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνημόνευτοι — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αστηλίτευτος — η, ο (Α ἀστηλίτευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στηλιτευθεί, που δεν έχει κατηγορηθεί δημόσια με σκληρότητα αρχ. εκείνος του οποίου το όνομα δεν έχει αναγραφεί σε επιτύμβια στήλη, ο αμνημόνευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»